- λιμάρω
- 1. ρινίζω, ακονίζω, ξύνω κάτι με τη λίμα2. μτφ. φλυαρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limare «ακονίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμάρω — λιμάρω, λίμαρα και λιμάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιμάρω — λιμάρισα και λίμαρα, λιμαρισμένος, λειαίνω με λίμα, ακονίζω: Λιμάρισαν καλά όλες τις προεξοχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιρρινίζω — κάνω κάτι λείο ή στιλπνό με τη ρίνη (τη λίμα), λιμάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρινίζω «λιμάρω» Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή]· … Dictionary of Greek
περιρρινώ — έω, Α ρινίζω, λιμάρω κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥινῶ «ρινίζω, λιμάρω»] … Dictionary of Greek
αλιμάριστος — η, ο αυτός που δεν λιμαρίστηκε, δηλ. δεν λειάνθηκε με τη λίμα ή δεν είναι δυνατόν να λιμαριστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιμαριστός < λιμάρω, λιμαρίζω] … Dictionary of Greek
εκρινώ — ἐκρινῶ ( έω) (Α) [ρίνη] 1. κόβω ή τροχίζω με λίμα, λιμάρω, ρινίζω 2. κατατρώγω, καταναλίσκω … Dictionary of Greek
λάτρα — η 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού… … Dictionary of Greek
λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
λιμάρισμα — το 1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση 2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. ακόν ισμα)] … Dictionary of Greek
λιμαρίδι — το ξύσμα που βγαίνει από το λιμάρισμα, τα ρινίσματα από το λιμάρισμα μετάλλου ή ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω + περιληπτ. κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι, σκουπ ίδι)] … Dictionary of Greek